- σφυγμομετρώ
- (ε), σφυγμομετράω μετ.1) измерять пульс; 2) перен. прощупывать (мнения, настроения и т. п.); зондировать почву
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σφυγμομετρώ — Ν 1. μετρώ τη συχνότητα τών σφυγμών τής καρδιάς 2. μτφ. α) προσπαθώ να εξιχνιάσω τις διαθέσεις, προθέσεις ή τα αισθήματα ενός ή περισσότερων ανθρώπων β) κάνω σφυγμομέτρηση τής κοινής γνώμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυγμός + μετρώ. Η λ. μαρτυρείται από το… … Dictionary of Greek
σφυγμομετρώ — σφυγμομέτρησα, σφυγμομετρήθηκα 1. μετρώ το σφυγμό κάποιου. 2. κάνω έρευνα προς εξακρίβωση των διαθέσεων ή απόψεων κάποιου, κάνω δοκιμαστική κρούση σε κάποιον: Παράγοντες του κόμματος σφυγμομετρούν την κοινή γνώμη και ενημερώνουν συνεχώς τον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θερμομετρώ — [θερμόμετρο] 1. μετρώ με το θερμόμετρο τη θερμοκρασία 2. σφυγμομετρώ, προσπαθώ να διαγνώσω τις διαθέσεις ή τις αντιδράσεις κάποιου … Dictionary of Greek
σφυγμοκρατώ — έω, Μ κρατώ τον σφυγμό, σφυγμομετρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυγμός + κρατῶ (< κράτης < κράτος), πρβλ. θαλασσο κρατώ] … Dictionary of Greek
σφυγμομέτρηση — Μια από τις βασικές μεθόδους της πρακτικής κοινωνικής έρευνας. Είναι γνωστή και με την ονομασία γκάλοπ. Εφαρμόζεται σε κοινωνικές, κοινωνικοψυχολογικές, δημογραφικές κ.ά. έρευνες. Κατά τη σ. κάθε μέλος της ομάδας που έχει επιλεχθεί για την έρευνα … Dictionary of Greek